αὑγή — αὐγή , αὐγή light of the sun fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐγή — light of the sun fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὔγη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὔγῃ — Αὔγη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυγή — Το χρονικό διάστημα που προηγείται της ανατολής του Ήλιου. Κατά το διάστημα της α. πραγματοποιείται το φαινόμενο του λυκαυγούς. Ο ουρανός φωτίζεται στην ανατολή και το φως διαχέεται αργά. Ο Ήλιος, όταν βρίσκεται κοντά στον ορίζοντα, φωτίζει τα… … Dictionary of Greek
αυγή — η 1. ο πριν από την ανατολή χρόνος, η χαραυγή, το χάραμα: Την αυγή ξεκινήσαμε για το βουνό. 2. η αρχή: Στην Ιωνία έχουμε την αυγή του ελληνικού πολιτισμού. 3. ως επίρρ., αυγή αυγή πολύ πρωί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὐγῆ — αὐγής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) αὐγής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) αὐγής masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὔγη — αὐγέω to shine imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) αὐγέω to shine pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) αὐγέω to shine imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νέα Αυγή — Τίτλος μηνιαίου λογοτεχνικού περιοδικού, που κυκλοφόρησε το 1943 στον Πειραιά με εκδότες τους Κ. Έλατο (Κ. Θεοφάνους), Κ. Νικηράτο και Φρ. Επιτόπουλο … Dictionary of Greek
αὐγῆι — αὐγῇ , αὐγάζω view in the clearest light fut ind mid 2nd sg (doric) αὐγῇ , αὐγάζω view in the clearest light fut ind act 3rd sg (doric) αὐγῇ , αὐγέω to shine pres subj mp 2nd sg αὐγῇ , αὐγέω to shine pres ind mp 2nd sg αὐγῇ , αὐγέω to shine pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)